- προσαγορεύειν
- προσαγορεύωaddresspres inf act (attic epic)προσαγορεύωaddresspres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CYPRIANUS — I. CYPRIANUS Carthaginensis, post Donatum, vel secundum alios, Agrippinum, A. C. 250. Illustri locô natus, ante sui conversionem Rhetoricam docuit, a Caelio amico ad fidem perductus. Sub Decio, gregts admirabili zelô defensor, etiam postquam se… … Hofmann J. Lexicon universale
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
επιδικάζω — (AM ἐπιδικάζω) (για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο τού επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση») αρχ. 1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον … Dictionary of Greek
προσαγορεύω — ΝΜΑ [ἀγορεύω] 1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση 2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμω αρχ. 1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι»,… … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek